Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


transitòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [transiˈtɔrjo]

1 πρόσκαιρος
2 προσωρινός
3 παροδικός
4 διαβατικός
5 μεταβατικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  transitorietà transizione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transitare (ρ.αμτβ.)
transitivamente (επίρ.)
transitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
transito (ουσ αρσ )
transitorietà (θηλ.ουσ)
transitorio (αρσ. επίθ και ουσ)
transizione (θηλ.ουσ)
translunare (επίθ.)
transoceanico (επίθ.)
transonico (επίθ.)
transpacifico (επίθ.)
transpadano (αρσ. επίθ και ουσ)
transpolare (επίθ.)
transrazziale (επίθ.)
transumanza (θηλ.ουσ)
transumare (ρ.αμτβ.)
transuranico (επίθ.)
transustanziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
transustanziazione (θηλ.ουσ)
tranvai (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---