ItalianoGreco


transitòrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [transiˈtɔrjo]

1 πρόσκαιρος
2 προσωρινός
3 παροδικός
4 διαβατικός
5 μεταβατικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---