Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


transitìvo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [transiˈtivo]

μεταβατικός (για ρήματα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  transitivamente transito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transistorizzazione (θηλ.ουσ)
transitabile (επίθ.)
transitabilità (θηλ.ουσ)
transitare (ρ.αμτβ.)
transitivamente (επίρ.)
transitivo (αρσ. επίθ και ουσ)
transito (ουσ αρσ )
transitorietà (θηλ.ουσ)
transitorio (αρσ. επίθ και ουσ)
transizione (θηλ.ουσ)
translunare (επίθ.)
transoceanico (επίθ.)
transonico (επίθ.)
transpacifico (επίθ.)
transpadano (αρσ. επίθ και ουσ)
transpolare (επίθ.)
transrazziale (επίθ.)
transumanza (θηλ.ουσ)
transumare (ρ.αμτβ.)
transuranico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---