Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrànsfuga
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈtransfuga] 1 αποστάτης 2 οπορτουνιστής 3 φυγόστρατος 4 λιποτάκτης 5 φυγοπόλεμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |