Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtransètto, transétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [tranˈsɛtto], [tranˈsetto] 1 εγκάρσιο κλίτος ναού 2 πτέρυγα ναού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |