Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


transètto, transétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [tranˈsɛtto], [tranˈsetto]

1 εγκάρσιο κλίτος ναού
2 πτέρυγα ναού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  transessualità transeunte  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

transcontinentale (επίθ.)
transeat (επιφ.)
transessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
transessuale (επίθ.)
transessualità (θηλ.ουσ)
transetto (ουσ αρσ )
transeunte (επίθ.)
transfert (ουσ αρσ )
transfuga (ουσ αρσ και θηλ.)
transiberiana (θηλ.ουσ)
transiberiano (επίθ.)
transiente (αρσ. επίθ και ουσ)
transigere (ρ.αμτβ.)
transigere (ρ. μτβ.)
transistor (ουσ αρσ )
transistore (ουσ αρσ )
transistorizzare (ρ. μτβ.)
transistorizzazione (θηλ.ουσ)
transitabile (επίθ.)
transitabilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---