Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tranquìllo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [tranˈkwillo]

ήσυχος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tranquillizzarsi transalpino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tranquillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tranquillarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillità (θηλ.ουσ)
tranquillizzare (ρ. μτβ.)
tranquillizzarsi (ρ.μ. (αντων.))
tranquillo (επίθ.)
transalpino (αρσ. επίθ και ουσ)
transatlantico (ουσ αρσ )
transatlantico (επίθ.)
transatto (αρσ. επίθ και ουσ)
transazione (θηλ.ουσ)
transcontinentale (επίθ.)
transeat (επιφ.)
transessuale (ουσ αρσ και θηλ.)
transessuale (επίθ.)
transessualità (θηλ.ουσ)
transetto (ουσ αρσ )
transeunte (επίθ.)
transfert (ουσ αρσ )
transfuga (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---