Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tràmite  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtramite]

1 μέσον
2 δίοδος
3 διάβαση
4 στενωπός
5 πέρασμα

tràmite  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [traˈmite]

1 δια
2 διαμέσου
3 δια μέσου
4 μέσω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tramezzo tramoggia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tramestio (ουσ αρσ )
tramezza (θηλ.ουσ)
tramezzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramezzino (ουσ αρσ )
tramezzo (αρσ. επίθ και ουσ)
tramite (ουσ αρσ )
tramite (πρόθ.)
tramoggia (θηλ.ουσ)
tramontana (θηλ.ουσ)
tramontare (ρ.αμτβ.)
tramonto (ουσ αρσ )
tramortimento (ουσ αρσ )
tramortire (ρ.αμτβ.)
tramortire (ρ. μτβ.)
tramortito (επίθ.)
trampoliere (ουσ αρσ )
trampolino (ουσ αρσ )
trampolo (ουσ αρσ )
tramutamento (ουσ αρσ )
tramutare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---