Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tràma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrama]

η ύφανση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tram tramaglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tralignamento (ουσ αρσ )
tralignare (ρ.αμτβ.)
tralucente (επίθ.)
tralucere (ρ.αμτβ.)
tram (ουσ αρσ )
trama (θηλ.ουσ)
tramaglio (ουσ αρσ )
tramandare (ρ. μτβ.)
tramare (ρ. μτβ.)
trambusto (ουσ αρσ )
tramenare (ρ.αμτβ.)
tramenare (ρ. μτβ.)
tramenio (ουσ αρσ )
tramestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramestio (ουσ αρσ )
tramezza (θηλ.ουσ)
tramezzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramezzino (ουσ αρσ )
tramezzo (αρσ. επίθ και ουσ)
tramite (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---