Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tralignaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traliɲɲaˈmento]

1 εκφύλιση
2 εκφυλισμός
3 αποσύνθεση
4 αποσάθρωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traliccio tralignare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traino (ουσ αρσ )
trait d'union (ουσ αρσ )
tralasciare (ρ. μτβ.)
tralcio (ουσ αρσ )
traliccio (ουσ αρσ )
tralignamento (ουσ αρσ )
tralignare (ρ.αμτβ.)
tralucente (επίθ.)
tralucere (ρ.αμτβ.)
tram (ουσ αρσ )
trama (θηλ.ουσ)
tramaglio (ουσ αρσ )
tramandare (ρ. μτβ.)
tramare (ρ. μτβ.)
trambusto (ουσ αρσ )
tramenare (ρ.αμτβ.)
tramenare (ρ. μτβ.)
tramenio (ουσ αρσ )
tramestare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
tramestio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---