Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


tràgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtrago]

προεξοχή ανοίγματος αυτιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tragitto traguardare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tragico (ουσ αρσ )
tragico (επίθ.)
tragicomico (αρσ. επίθ και ουσ)
tragicommedia (θηλ.ουσ)
tragitto (ουσ αρσ )
trago (ουσ αρσ )
traguardare (ρ. μτβ.)
traguardo (ουσ αρσ )
traiano (επίθ.)
traiettoria (θηλ.ουσ)
traina (θηλ.ουσ)
trainare (ρ. μτβ.)
traino (ουσ αρσ )
trait d'union (ουσ αρσ )
tralasciare (ρ. μτβ.)
tralcio (ουσ αρσ )
traliccio (ουσ αρσ )
tralignamento (ουσ αρσ )
tralignare (ρ.αμτβ.)
tralucente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---