Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtragicòmico
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [traʤiˈkɔmiko] 1 κωμικοτραγικός 2 αστείος και λυπηρός μαζί 3 τραγικοκωμικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |