Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtraghétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [traˈgetto] το φέρυ-μποτ, το πορθμείο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnave [θηλ.] traghetto = το φέρι-μπόουτ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |