Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


traghétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [traˈgetto]

το φέρυ-μποτ, το πορθμείο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traghettatore tragicamente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nave [θηλ.] traghetto = το φέρι-μπόουτ


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

tragedia (θηλ.ουσ)
tragediografo (ουσ αρσ )
traghettamento (ουσ αρσ )
traghettare (ρ. μτβ.)
traghettatore (ουσ αρσ )
traghetto (ουσ αρσ )
tragicamente (επίρ.)
tragicità (θηλ.ουσ)
tragico (ουσ αρσ )
tragico (επίθ.)
tragicomico (αρσ. επίθ και ουσ)
tragicommedia (θηλ.ουσ)
tragitto (ουσ αρσ )
trago (ουσ αρσ )
traguardare (ρ. μτβ.)
traguardo (ουσ αρσ )
traiano (επίθ.)
traiettoria (θηλ.ουσ)
traina (θηλ.ουσ)
trainare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---