tràgico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtraʤiko]
1 τραγικότητα
2 τραγικό σημείο
3 τραγική πλευρά θέματος
4 θεατρογράφος
5 τραγικός ηθοποιός
6 δραματογράφος
7 δραματικός ηθοποιός
8 δραματουργός
tràgico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈtraʤiko]
τραγικός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈtraʤiko]
1 τραγικότητα
2 τραγικό σημείο
3 τραγική πλευρά θέματος
4 θεατρογράφος
5 τραγικός ηθοποιός
6 δραματογράφος
7 δραματικός ηθοποιός
8 δραματουργός
tràgico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈtraʤiko]
τραγικός (-ή, -ό)
permalink
tragico (ουσ αρσ )
tragico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android