Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrafugaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trafugaˈmento] 1 κλοπή 2 βούτηγμα 3 ξάφρισμα 4 κλέψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |