Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trafugaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trafugaˈmento]

1 κλοπή
2 βούτηγμα
3 ξάφρισμα
4 κλέψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  traforo trafugare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traforare (ρ. μτβ.)
traforato (επίθ.)
traforatrice (θηλ.ουσ)
traforazione (θηλ.ουσ)
traforo (ουσ αρσ )
trafugamento (ουσ αρσ )
trafugare (ρ. μτβ.)
tragedia (θηλ.ουσ)
tragediografo (ουσ αρσ )
traghettamento (ουσ αρσ )
traghettare (ρ. μτβ.)
traghettatore (ουσ αρσ )
traghetto (ουσ αρσ )
tragicamente (επίρ.)
tragicità (θηλ.ουσ)
tragico (ουσ αρσ )
tragico (επίθ.)
tragicomico (αρσ. επίθ και ουσ)
tragicommedia (θηλ.ουσ)
tragitto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---