Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrafilétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trafiˈletto] 1 εδάφιο 2 λιβελογράφημα 3 σάτιρα 4 λίβελος 5 αρθράκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |