Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trafilétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trafiˈletto]

1 εδάφιο
2 λιβελογράφημα
3 σάτιρα
4 λίβελος
5 αρθράκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trafileria trafitta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

trafilato (επίθ.)
trafilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trafilatrice (θηλ.ουσ)
trafilatura (θηλ.ουσ)
trafileria (θηλ.ουσ)
trafiletto (ουσ αρσ )
trafitta (θηλ.ουσ)
trafittura (θηλ.ουσ)
traforare (ρ. μτβ.)
traforato (επίθ.)
traforatrice (θηλ.ουσ)
traforazione (θηλ.ουσ)
traforo (ουσ αρσ )
trafugamento (ουσ αρσ )
trafugare (ρ. μτβ.)
tragedia (θηλ.ουσ)
tragediografo (ουσ αρσ )
traghettamento (ουσ αρσ )
traghettare (ρ. μτβ.)
traghettatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---