Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


trafilàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [trafiˈlato]

σύρμα

trafilàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [trafiˈlato]

φτιαγμένος (για σύρμα) με εφελκυσμό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  trafilare trafilatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

traffico (ουσ αρσ )
trafficone (ουσ αρσ )
trafiggere (ρ. μτβ.)
trafila (θηλ.ουσ)
trafilare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
trafilato (ουσ αρσ )
trafilato (επίθ.)
trafilatore (αρσ. επίθ και ουσ)
trafilatrice (θηλ.ουσ)
trafilatura (θηλ.ουσ)
trafileria (θηλ.ουσ)
trafiletto (ουσ αρσ )
trafitta (θηλ.ουσ)
trafittura (θηλ.ουσ)
traforare (ρ. μτβ.)
traforato (επίθ.)
traforatrice (θηλ.ουσ)
traforazione (θηλ.ουσ)
traforo (ουσ αρσ )
trafugamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---