Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtracotànte
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [trakoˈtante] υπερόπτης tracotànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trakoˈtante] 1 υπεροπτικός 2 αλαζονικός 3 φαντασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |