Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtracomatóso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trakomaˈtoso], [trakomaˈtozo] ασθενής με τράχωμα tracomatóso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [trakomaˈtoso], [trakomaˈtozo] τραχωματώδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |