Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sprecóne (αρσ. επίθ και ουσ) sprezzànte (επίθ.)
spregévole (επίθ.) sprezzanteménte (επίρ.)
spregevolménte (επίρ.) sprezzàre (ρ. μτβ.)
spregiàre (ρ. μτβ.) sprezzatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
spregiatìvo (αρσ. επίθ και ουσ) sprezzatùra (θηλ.ουσ)
spregiatóre (αρσ. επίθ και ουσ) sprèzzo (ουσ αρσ )
sprègio (ουσ αρσ ) sprigionaménto (ουσ αρσ )
spregiudicarsi (ρ.μ. (αντων.)) sprigionàre (ρ. μτβ.)
spregiudicataménte (επίρ.) sprigionarsi (ρ.μ. (αντων.))
spregiudicatézza (θηλ.ουσ) sprimacciàre (ρ. μτβ.)
spregiudicàto (ουσ αρσ ) sprimacciàta (θηλ.ουσ)
spregiudicàto (επίθ.) sprint (ουσ αρσ και θηλ.)
sprèmere (ρ. μτβ.) sprintàre (ρ.αμτβ.)
spremiagrùmi (ουσ αρσ ) sprizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
spremifrùtta (ουσ αρσ ) sprìzzo (ουσ αρσ )
spremilimóni (ουσ αρσ ) spròcco (ουσ αρσ )
spremitóio (ουσ αρσ ) sprofondaménto (ουσ αρσ )
spremitóre (ουσ αρσ ) sprofondàre (ρ.αμτβ.)
spremitóre (επίθ.) sprofondarsi (ρ.μ. (αντων.))
spremitùra (θηλ.ουσ) sprofondàto (επίθ.)
spremùta (θηλ.ουσ) sprofóndo (ουσ αρσ )
spremùto (επίθ.) sproloquiàre (ρ.αμτβ.)
spretàrsi (ρ. μ. αμτβ.) sprolòquio (ουσ αρσ )
spretàto (ουσ αρσ ) sprométtere (ρ. μτβ.)
spretàto (επίθ.) spronàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: