Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portolàno (ουσ αρσ ) posàto (επίθ.)
portombrèlli (ουσ αρσ ) posatóio (ουσ αρσ )
portóne (ουσ αρσ ) posatóre (ουσ αρσ )
portoricàno (ουσ αρσ ) posatrice (θηλ.ουσ)
portoricàno (επίθ.) posatùra (θηλ.ουσ)
portorìco (ουσ αρσ ) poscrìtto (ουσ αρσ )
portuàle (ουσ αρσ ) posdomàni (επίρ.)
portuàle (επίθ.) positìva (θηλ.ουσ)
portualità (θηλ.ουσ) positivaménte (επίρ.)
portuàrio (επίθ.) positivìsmo (ουσ αρσ )
portulàca (θηλ.ουσ) positivìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
portuóso (επίθ.) positivìstico (επίθ.)
porzióne (θηλ.ουσ) positività (θηλ.ουσ)
pòsa (θηλ.ουσ) positìvo (ουσ αρσ )
posacénere (ουσ αρσ ) positìvo (επίθ.)
posafèrro (ουσ αρσ ) positróne (ουσ αρσ )
posamìne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) positùra (θηλ.ουσ)
posamòlle (ουσ αρσ ) posizionàle (επίθ.)
posapiàno (ουσ αρσ και θηλ.) posizionàre (ρ. μτβ.)
posàre (ρ.αμτβ.) posizióne (θηλ.ουσ)
posàre (ρ. μτβ.) poslùdio (ουσ αρσ )
posàrsi (ρ. μ. αμτβ.) posologìa (θηλ.ουσ)
posàta (θηλ.ουσ) pospórre (ρ. μτβ.)
posaterìa (θηλ.ουσ) pospositìvo (επίθ.)
posatézza (θηλ.ουσ) posposizióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: