Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nòdulo (ουσ αρσ ) nominàle (αρσ. επίθ και ουσ)
nodulóso (επίθ.) nominalìsmo (ουσ αρσ )
nòe (επίρ.) nominalìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nói (προσωπ. αντων.) nominalìstico (επίθ.)
nòia (θηλ.ουσ) nominalménte (επίρ.)
noiàltri (προσωπ. αντων.) nominàre (ρ. μτβ.)
noiosità (θηλ.ουσ) nominataménte (επίρ.)
noióso (επίθ.) nominativaménte (επίρ.)
noisette (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nominatività (θηλ.ουσ)
noleggiànte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nominatìvo (ουσ αρσ )
noleggiàre (ρ. μτβ.) nominatìvo (επίθ.)
noleggiatóre (ουσ αρσ ) nominazióne (θηλ.ουσ)
noléggio (ουσ αρσ ) nomogràmma (ουσ αρσ )
nolènte (επίθ.) nón (επίρ.)
nòlo (ουσ αρσ ) nòna (θηλ.ουσ)
nòmade (ουσ αρσ και θηλ.) nonagenàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
nòmade (επίθ.) nonagèsimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nomadìsmo (ουσ αρσ ) nonàgono (ουσ αρσ )
nóme (ουσ αρσ ) nonché (σύνδ.)
nomèa (θηλ.ουσ) nonconformìsmo (ουσ αρσ )
nomenclatóre (αρσ. επίθ και ουσ) nonconformìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nomenclatùra (θηλ.ουσ) noncurànza (θηλ.ουσ)
nomìgnolo (ουσ αρσ ) nondiméno (σύνδ.)
nòmina (θηλ.ουσ) nòne (θηλ. ουσ πληθ.)
nominàbile (επίθ.) nonétto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: