Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔlo]

1 το νοίκι
2 (marittimo) ο ναύλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nolente nomade  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

noleggiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiare (ρ. μτβ.)
noleggiatore (ουσ αρσ )
noleggio (ουσ αρσ )
nolente (επίθ.)
nolo (ουσ αρσ )
nomade (ουσ αρσ και θηλ.)
nomade (επίθ.)
nomadismo (ουσ αρσ )
nome (ουσ αρσ )
nomea (θηλ.ουσ)
nomenclatore (αρσ. επίθ και ουσ)
nomenclatura (θηλ.ουσ)
nomignolo (ουσ αρσ )
nomina (θηλ.ουσ)
nominabile (επίθ.)
nominale (αρσ. επίθ και ουσ)
nominalismo (ουσ αρσ )
nominalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nominalistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---