Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòmade  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔmade]

ο νομάς

nòmade  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔmade]

νομαδικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nolo nomadismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

noleggiare (ρ. μτβ.)
noleggiatore (ουσ αρσ )
noleggio (ουσ αρσ )
nolente (επίθ.)
nolo (ουσ αρσ )
nomade (ουσ αρσ και θηλ.)
nomade (επίθ.)
nomadismo (ουσ αρσ )
nome (ουσ αρσ )
nomea (θηλ.ουσ)
nomenclatore (αρσ. επίθ και ουσ)
nomenclatura (θηλ.ουσ)
nomignolo (ουσ αρσ )
nomina (θηλ.ουσ)
nominabile (επίθ.)
nominale (αρσ. επίθ και ουσ)
nominalismo (ουσ αρσ )
nominalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nominalistico (επίθ.)
nominalmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---