Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nomenclatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nomenklaˈtura]

ονοματολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nomenclatore nomignolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nomade (επίθ.)
nomadismo (ουσ αρσ )
nome (ουσ αρσ )
nomea (θηλ.ουσ)
nomenclatore (αρσ. επίθ και ουσ)
nomenclatura (θηλ.ουσ)
nomignolo (ουσ αρσ )
nomina (θηλ.ουσ)
nominabile (επίθ.)
nominale (αρσ. επίθ και ουσ)
nominalismo (ουσ αρσ )
nominalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nominalistico (επίθ.)
nominalmente (επίρ.)
nominare (ρ. μτβ.)
nominatamente (επίρ.)
nominativamente (επίρ.)
nominatività (θηλ.ουσ)
nominativo (ουσ αρσ )
nominativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---