Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nominàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [nomiˈnare]

1 ονομάζω
2 (citare) αναφέρω
3 (eleggere) εκλέγω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nominalmente nominatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nominale (αρσ. επίθ και ουσ)
nominalismo (ουσ αρσ )
nominalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
nominalistico (επίθ.)
nominalmente (επίρ.)
nominare (ρ. μτβ.)
nominatamente (επίρ.)
nominativamente (επίρ.)
nominatività (θηλ.ουσ)
nominativo (ουσ αρσ )
nominativo (επίθ.)
nominazione (θηλ.ουσ)
nomogramma (ουσ αρσ )
non (επίρ.)
nona (θηλ.ουσ)
nonagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
nonagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonagono (ουσ αρσ )
nonché (σύνδ.)
nonconformismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---