Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nón  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈnon]

δεν, μην


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nomogramma nona  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


non avere voglia = δεν έχω κέφι || non è fattibile = δε γίνεται || non è in grado di = δεν είναι σε θέση να... || non è permesso = δεν επιτρέπεται || non fa nulla = δεν πειράζει || non facciamoci del sangue cattivo = ας μη χαλάμε τις καρδιές μας || non funziona = δε λειτουργεί || non ho capito = δεν κατάλαβα || non importa = δεν πειράζει || non importa! = δεν πειράζει! || non intrometterti! = δε σου πέφτει λόγος! || non me ne frega nulla = κομμάτια θα γίνει! || non me ne importa = δεν με νοιάζει || non mollare! = μην τ' αφήνεις || non stare bene = δεν ταιριάζω || non va = δεν στέκει || non vale la pena = δεν αξίζει τον κόπο || non vorrai mica... = έχει γούστο να... || se non ti disturba = αν δε σου κάνει κόπο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nominatività (θηλ.ουσ)
nominativo (ουσ αρσ )
nominativo (επίθ.)
nominazione (θηλ.ουσ)
nomogramma (ουσ αρσ )
non (επίρ.)
nona (θηλ.ουσ)
nonagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
nonagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonagono (ουσ αρσ )
nonché (σύνδ.)
nonconformismo (ουσ αρσ )
nonconformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noncuranza (θηλ.ουσ)
nondimeno (σύνδ.)
none (θηλ. ουσ πληθ.)
nonetto (ουσ αρσ )
nonna (θηλ.ουσ)
nonnino (ουσ αρσ )
nonno (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---