Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔna]

1 πέμπτη ώρα του κανόνα (εσπερινή προσευχή)
2 διάστημα ενάτης (μουσική)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  non nonagenario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nominativo (ουσ αρσ )
nominativo (επίθ.)
nominazione (θηλ.ουσ)
nomogramma (ουσ αρσ )
non (επίρ.)
nona (θηλ.ουσ)
nonagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
nonagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonagono (ουσ αρσ )
nonché (σύνδ.)
nonconformismo (ουσ αρσ )
nonconformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noncuranza (θηλ.ουσ)
nondimeno (σύνδ.)
none (θηλ. ουσ πληθ.)
nonetto (ουσ αρσ )
nonna (θηλ.ουσ)
nonnino (ουσ αρσ )
nonno (ουσ αρσ )
nonnulla (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---