Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nonàgono  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [noˈnagono]

εννεάγωνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nonagesimo nonché  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nomogramma (ουσ αρσ )
non (επίρ.)
nona (θηλ.ουσ)
nonagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
nonagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonagono (ουσ αρσ )
nonché (σύνδ.)
nonconformismo (ουσ αρσ )
nonconformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noncuranza (θηλ.ουσ)
nondimeno (σύνδ.)
none (θηλ. ουσ πληθ.)
nonetto (ουσ αρσ )
nonna (θηλ.ουσ)
nonnino (ουσ αρσ )
nonno (ουσ αρσ )
nonnulla (ουσ αρσ )
nono (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonostante (πρόθ.)
nonostante (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---