Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nominatività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nominativiˈta]

1 ονομαστικοποίηση τίτλων
2 καταχώρηση (κατοχής) (για τίτλους κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nominativamente nominativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nominalistico (επίθ.)
nominalmente (επίρ.)
nominare (ρ. μτβ.)
nominatamente (επίρ.)
nominativamente (επίρ.)
nominatività (θηλ.ουσ)
nominativo (ουσ αρσ )
nominativo (επίθ.)
nominazione (θηλ.ουσ)
nomogramma (ουσ αρσ )
non (επίρ.)
nona (θηλ.ουσ)
nonagenario (αρσ. επίθ και ουσ)
nonagesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
nonagono (ουσ αρσ )
nonché (σύνδ.)
nonconformismo (ουσ αρσ )
nonconformista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noncuranza (θηλ.ουσ)
nondimeno (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---