Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnominatività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [nominativiˈta] 1 ονομαστικοποίηση τίτλων 2 καταχώρηση (κατοχής) (για τίτλους κλπ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |