Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòdulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔdulo]

1 μικρό εξόγκωμα με βακτήρια
2 φυμάτιο
3 οζίδιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nodulare noduloso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nodello (ουσ αρσ )
nodo (ουσ αρσ )
nodosità (θηλ.ουσ)
nodoso (επίθ.)
nodulare (επίθ.)
nodulo (ουσ αρσ )
noduloso (επίθ.)
noe (επίρ.)
noi (προσωπ. αντων.)
noia (θηλ.ουσ)
noialtri (προσωπ. αντων.)
noiosità (θηλ.ουσ)
noioso (επίθ.)
noisette (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiare (ρ. μτβ.)
noleggiatore (ουσ αρσ )
noleggio (ουσ αρσ )
nolente (επίθ.)
nolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---