Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnodèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [noˈdɛllo] 1 κόμβος 2 άρθρωση 3 τούφα τριχώματος πάνω από την οπλή ζώου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |