Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nocuménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nokuˈmento]

1 κάκωση
2 τραύμα
3 βλάβη
4 ζημιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nocivo nodale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nocepesco (ουσ αρσ )
noceto (ουσ αρσ )
nocino (ουσ αρσ )
nocività (θηλ.ουσ)
nocivo (επίθ.)
nocumento (ουσ αρσ )
nodale (επίθ.)
nodello (ουσ αρσ )
nodo (ουσ αρσ )
nodosità (θηλ.ουσ)
nodoso (επίθ.)
nodulare (επίθ.)
nodulo (ουσ αρσ )
noduloso (επίθ.)
noe (επίρ.)
noi (προσωπ. αντων.)
noia (θηλ.ουσ)
noialtri (προσωπ. αντων.)
noiosità (θηλ.ουσ)
noioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---