Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnocuménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [nokuˈmento] 1 κάκωση 2 τραύμα 3 βλάβη 4 ζημιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |