Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnodóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [noˈdoso], [noˈdozo] 1 δύστροπος 2 ροζιασμένος 3 με πολλές προεξοχές 4 γεμάτος κόμπους 5 πολύπλοκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |