Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


noiosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nojosiˈta]

1 πληκτικότητα
2 βαριεστιμάρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  noialtri noioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

noduloso (επίθ.)
noe (επίρ.)
noi (προσωπ. αντων.)
noia (θηλ.ουσ)
noialtri (προσωπ. αντων.)
noiosità (θηλ.ουσ)
noioso (επίθ.)
noisette (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiare (ρ. μτβ.)
noleggiatore (ουσ αρσ )
noleggio (ουσ αρσ )
nolente (επίθ.)
nolo (ουσ αρσ )
nomade (ουσ αρσ και θηλ.)
nomade (επίθ.)
nomadismo (ουσ αρσ )
nome (ουσ αρσ )
nomea (θηλ.ουσ)
nomenclatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---