Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnòdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔdo] ο κόμπος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsciogliere un nodo = λύνω ένα κόμπο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |