Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nòdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔdo]

ο κόμπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nodello nodosità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


sciogliere un nodo = λύνω ένα κόμπο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nocività (θηλ.ουσ)
nocivo (επίθ.)
nocumento (ουσ αρσ )
nodale (επίθ.)
nodello (ουσ αρσ )
nodo (ουσ αρσ )
nodosità (θηλ.ουσ)
nodoso (επίθ.)
nodulare (επίθ.)
nodulo (ουσ αρσ )
noduloso (επίθ.)
noe (επίρ.)
noi (προσωπ. αντων.)
noia (θηλ.ουσ)
noialtri (προσωπ. αντων.)
noiosità (θηλ.ουσ)
noioso (επίθ.)
noisette (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
noleggiare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---