Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

moritùro (επίθ.) mortàio (ουσ αρσ )
mormóne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) mortàle (ουσ αρσ και θηλ.)
mormònico (επίθ.) mortàle (επίθ.)
mormonìsmo (ουσ αρσ ) mortalétto (ουσ αρσ )
mormoraménto (ουσ αρσ ) mortalità (θηλ.ουσ)
mormoràre (ρ. μτβ. και αμετβ.) mortalménte (επίρ.)
mormoratóre (αρσ. επίθ και ουσ) mortarétto (ουσ αρσ )
mormorazióne (θηλ.ουσ) mortàsa (θηλ.ουσ)
mormoreggiàre (ρ.αμτβ.) mortasàre (ρ. μτβ.)
mormorìo (ουσ αρσ ) mortasatrìce (θηλ.ουσ)
mòro (ουσ αρσ ) mortasatùra (θηλ.ουσ)
mòro (επίθ.) mòrte (θηλ.ουσ)
morosità (θηλ.ουσ) mortèlla (θηλ.ουσ)
moróso (ουσ αρσ ) morticìno (ουσ αρσ )
moróso (επίθ.) morticìno (επίθ.)
mòrsa (θηλ.ουσ) mortificànte (επίθ.)
morsettièra (θηλ.ουσ) mortificàre (ρ. μτβ.)
morsétto (ουσ αρσ ) mortificarsi (ρ.μ. (αντων.))
morsicàre (ρ. μτβ.) mortificàto (επίθ.)
morsicatùra (θηλ.ουσ) mortificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
morsicchiàre (ρ. μτβ.) mortificazióne (θηλ.ουσ)
mòrso (ουσ αρσ ) mòrto (ουσ αρσ )
morsùra (θηλ.ουσ) mòrto (επίθ.)
mòrta (θηλ.ουσ) mortòrio (ουσ αρσ )
mortadèlla (θηλ.ουσ) mortuàrio (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: