Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

misterióso (επίθ.) misuràto (επίθ.)
mistèro (ουσ αρσ ) misuratóre (ουσ αρσ )
mìstica (θηλ.ουσ) misurazióne (θηλ.ουσ)
misticìsmo (ουσ αρσ ) misurìno (ουσ αρσ )
misticità (θηλ.ουσ) mìte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
mìstico (ουσ αρσ ) miteménte (επίρ.)
mìstico (επίθ.) mitézza (θηλ.ουσ)
mistificàre (ρ. μτβ.) miticizzàre (ρ. μτβ.)
mistificatóre (αρσ. επίθ και ουσ) mìtico (επίθ.)
mistificazióne (θηλ.ουσ) mitigàbile (επίθ.)
mistilìngue (επίθ.) mitigaménto (ουσ αρσ )
mistióne (θηλ.ουσ) mitigàre (ρ. μτβ.)
mìsto (ουσ αρσ ) mitigarsi (ρ.μ. (αντων.))
mìsto (επίθ.) mitigatìvo (επίθ.)
mistrà (ουσ αρσ ) mitigatóre (ουσ αρσ )
mistràl (ουσ αρσ ) mitigatóre (επίθ.)
mistùra (θηλ.ουσ) mitigazióne (θηλ.ουσ)
misùra (θηλ.ουσ) Mitilène (κύρ.όν. θηλ.)
misuràbile (επίθ.) mitilicoltóre (ουσ αρσ )
misurabilità (θηλ.ουσ) mitilicoltùra (θηλ.ουσ)
misuràre (ρ.αμτβ.) mìtilo (ουσ αρσ )
misuràre (ρ. μτβ.) mitizzàre (ρ.αμτβ.)
misurarsi (ρ.μ. (αντων.)) mitizzàre (ρ. μτβ.)
misurataménte (επίρ.) mitizzazióne (θηλ.ουσ)
misuratézza (θηλ.ουσ) mìto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: