Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

intepidìre (ρ.αμτβ.) intercessóre (αρσ. επίθ και ουσ)
intepidìre (ρ. μτβ.) intercettaménto (ουσ αρσ )
intepidirsi (ρ.μ. (αντων.)) intercettàre (ρ. μτβ.)
interagènte (επίθ.) intercettatóre (ουσ αρσ )
interagìre (ρ.αμτβ.) intercettatóre (επίθ.)
interalleàto (επίθ.) intercettazióne (θηλ.ουσ)
interaménte (επίρ.) intercettóre (ουσ αρσ )
interàsse (ουσ αρσ ) intercezióne (θηλ.ουσ)
interatòmico (επίθ.) interclassìsmo (ουσ αρσ )
interaziendàle (επίθ.) interclassìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
interazióne (θηλ.ουσ) interclassìsta (επίθ.)
interbancàrio (επίθ.) interclassìstico (επίθ.)
interbèllico (επίθ.) intercolùnnio (ουσ αρσ )
interbinàrio (ουσ αρσ ) intercomunàle (θηλ. επίθ και ουσ)
interblòcco (ουσ αρσ ) intercomunicànte (αρσ. επίθ και ουσ)
intercalàre (ουσ αρσ ) intercomunicazióne (θηλ.ουσ)
intercalàre (επίθ.) interconfessionàle (επίθ.)
intercalàre (ρ. μτβ.) interconnessióne (θηλ.ουσ)
intercalazióne (θηλ.ουσ) interconnèttere, interconnéttere (ρ. μτβ.)
intercambiàbile (επίθ.) intercontinentàle (επίθ.)
intercambiabilità (θηλ.ουσ) intercorrènte (επίθ.)
intercapèdine (θηλ.ουσ) intercórrere (ρ.αμτβ.)
intercèdere (ρ. μτβ. και αμετβ.) intercostàle (επίθ.)
intercellulàre (επίθ.) interdétto (ουσ αρσ )
intercessióne (θηλ.ουσ) interdétto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: