Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Grècia (θηλ.ουσ) grès (ουσ αρσ )
grecìsmo (ουσ αρσ ) gréto (ουσ αρσ )
grecìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) grétola (θηλ.ουσ)
grecità (θηλ.ουσ) grettézza (θηλ.ουσ)
grecizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) grétto (επίθ.)
grèco (ουσ αρσ ) grève (επίθ.)
grèco (επίθ.) grézzo (αρσ. επίθ και ουσ)
grèco–ortodòsso (αρσ. επίθ και ουσ) grìda (θηλ.ουσ)
grèco–romàno (επίθ.) gridàre (ρ.αμτβ.)
gregàrio (ουσ αρσ ) gridatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
gregàrio (επίθ.) gridellìno (αρσ. επίθ και ουσ)
gregarìsmo (ουσ αρσ ) gridìo (ουσ αρσ )
grégge, grègge (ουσ αρσ ) grìdo (ουσ αρσ )
gréggio (ουσ αρσ ) grifàgno (αρσ. επίθ και ουσ)
gréggio (επίθ.) grìffa (θηλ.ουσ)
gregoriàno (επίθ.) griffóne (ουσ αρσ )
gregòrio (ουσ αρσ ) grìfo (ουσ αρσ )
grembiulàta (θηλ.ουσ) grifóne (ουσ αρσ )
grembiùle (ουσ αρσ ) grigiàstro (αρσ. επίθ και ουσ)
grembiulìno (ουσ αρσ ) grìgio (ουσ αρσ )
grèmbo (ουσ αρσ ) grìgio (επίθ.)
gremìre (ρ. μτβ.) grigióne (ουσ αρσ )
gremirsi (ρ.μ. (αντων.)) grigióre (ουσ αρσ )
gremìto (επίθ.) grigiovérde, grigio–vérde (ουσ αρσ )
gréppia (θηλ.ουσ) grigiovérde, grigio–vérde (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: