Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

gabbióne (ουσ αρσ ) gagliofferìa (θηλ.ουσ)
gàbbo (ουσ αρσ ) gagliòffo (ουσ αρσ )
gàbbro (ουσ αρσ ) gagnolàre (ρ.αμτβ.)
gabèlla (θηλ.ουσ) gagnolìo (ουσ αρσ )
gabellàre (ρ. μτβ.) gaiaménte (επίρ.)
gabellière (ουσ αρσ ) gaiézza (θηλ.ουσ)
gabinétto (ουσ αρσ ) gàio (επίθ.)
Gabrièle (κύρ.όν. αρσ.) gàla (θηλ.ουσ)
Gabriélla (κύρ.όν. θηλ.) galànte (επίθ.)
gàdidi (ουσ αρσ πληθ.) galanterìa (θηλ.ουσ)
gadolìnio (ουσ αρσ ) galantìna (θηλ.ουσ)
gadolinìte (θηλ.ουσ) galantomìsmo (ουσ αρσ )
gaèlico (ουσ αρσ ) galantuòmo (ουσ αρσ )
gaèlico (επίθ.) galàssia (θηλ.ουσ)
gàffa (θηλ.ουσ) galatèo (ουσ αρσ )
gaffe (θηλ.ουσ) galàttico (επίθ.)
gagà (ουσ αρσ ) galattòforo (αρσ. επίθ και ουσ)
gagàte (θηλ.ουσ) galattòmetro (ουσ αρσ )
gaggìa (θηλ.ουσ) galattopoiètico (επίθ.)
gagliàrda (θηλ.ουσ) galattòsio (ουσ αρσ )
gagliardaménte (επίρ.) galavèrna (θηλ.ουσ)
gagliardétto (ουσ αρσ ) gàlbano (ουσ αρσ )
gagliardìa (θηλ.ουσ) gàlbulo (ουσ αρσ )
gagliàrdo (επίθ.) galèa (θηλ.ουσ)
gaglioffàggine (θηλ.ουσ) galeàzza (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: