Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgàdidi
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [ˈgadidi] οικογένεια των γαδοειδών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |