Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgabellière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gabelˈljɛre] 1 υπάλληλος συλλογής φόρων ή δασμών ή τελών 2 φοροεισπράκτορας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |