Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgaèlico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gaˈɛliko] 1 γλώσσα των Κελτών 2 Κέλτης gaèlico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [gaˈɛliko] 1 αναφερόμενος σε Κέλτες 2 κελτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |