Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgagliardétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [gaʎʎarˈdetto] 1 μακρόστενο σημαιάκι 2 τριγωνική σημαία ναυτικών σημάτων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |