Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgàla
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈgala] 1 πομπώδης επίδειξη 2 πομπή 3 φαλμπαλάς 4 φιγούρα 5 γιορτασμός 6 γκαλά 7 βολάν φορέματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |