galatèo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [galaˈtɛo]
1 πρωτόκολλο
2 εθιμοτυπία
3 οδηγός καλής συμπεριφοράς
4 τρόποι της καλής κοινωνίας
5 καλοί τρόποι
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [galaˈtɛo]
1 πρωτόκολλο
2 εθιμοτυπία
3 οδηγός καλής συμπεριφοράς
4 τρόποι της καλής κοινωνίας
5 καλοί τρόποι
permalink
galateo (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android