Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgàleo, galèo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈgaleo], [gaˈlɛo] γαλέος Galeorhinus galeus permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |