Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galiziàno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [galitˈtsjano]

κάτοικος της Γαλικίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Galizia galla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galestro (ουσ αρσ )
galilea (θηλ.ουσ)
galileiano (αρσ. επίθ και ουσ)
galileo (αρσ. επίθ και ουσ)
Galizia (κύρ.όν. θηλ.)
galiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
galla (θηλ.ουσ)
gallare (ρ. μτβ.)
gallato (επίθ.)
galleggiabilità (θηλ.ουσ)
galleggiamento (ουσ αρσ )
galleggiante (ουσ αρσ )
galleggiante (επίθ.)
galleggiare (ρ.αμτβ.)
galleria (θηλ.ουσ)
galleria (θηλ.ουσ)
gallerista (ουσ αρσ και θηλ.)
Galles (ουσ αρσ )
gallese (ουσ αρσ )
gallese (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---