Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


galleggiaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [galledʤaˈmento]

επίπλευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  galleggiabilità galleggiante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

galiziano (αρσ. επίθ και ουσ)
galla (θηλ.ουσ)
gallare (ρ. μτβ.)
gallato (επίθ.)
galleggiabilità (θηλ.ουσ)
galleggiamento (ουσ αρσ )
galleggiante (ουσ αρσ )
galleggiante (επίθ.)
galleggiare (ρ.αμτβ.)
galleria (θηλ.ουσ)
galleria (θηλ.ουσ)
gallerista (ουσ αρσ και θηλ.)
Galles (ουσ αρσ )
gallese (ουσ αρσ )
gallese (επίθ.)
galletta (θηλ.ουσ)
galletto (ουσ αρσ )
Gallia (κύρ.όν. θηλ.)
gallicanismo (ουσ αρσ )
gallicano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---