ItalianoGreco


gallétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [galˈletta]

1 φρυγανισμένο ψωμί
2 πάνω τμήμα καταρτιού
3 δίπυρος άρτος
4 γαλέτα
5 παξιμάδι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---