Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόgallétto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [galˈletto] 1 νεαρός ζωηρός 2 μικρόσωμος κόκορας 3 κοκορόπουλο 4 κοκοράκι 5 πεταλούδα σε παξιμάδι (που βιδώνει) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |